στρακαστρούκα

στρακαστρούκα
η, Ν
βλ. τρακατρούκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρακατρούκα — και στρακαστρούκα, η, Ν 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα 2. στον πληθ. οι τρακατρούκες μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα… …   Dictionary of Greek

  • τρακατρούκα — τρακατρούκα, η και στρακαστρούκα, η 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει αλλεπάλληλους εκρηχτικούς κρότους, κροτίδα, βαρελότο. 2. μτφ., πληθ., τρακατρούκες, οι απειλές ή υποσχέσεις απραγματοποίητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”